- νεοσσοτροφία
- νεοσσο-τροφία, [dialect] Att. [pref] νεοττ-,A rearing of young birds, M.Ant.9.9 (pl.), Gp.14.7.14, Al.Jb.39.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσσοτροφία — νεοσσοτροφία, ἡ (ΑΜ, Α αττ. τ. νεοττοτροφία) [νεοσσοτρόφος] εκτροφή και περιποίηση νεοσσών … Dictionary of Greek
νεοττοτροφία — νεοττοτροφία, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. νεοσσοτροφία … Dictionary of Greek